- εναρχικός
- ἑναρχικός, -ή, -όν (AM)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εναρχία*, ο μοναρχικός («ἡνωμένον μὲν ἐστι τῇ ἐναρχικῇ Τριάδι», Δίον. Αρεοπ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ԺՈՂՈՎԱՊԵՏ — (ի աց.) NBH 1 0836 Chronological Sequence: 8c ա.գ. ἁρχισυναγωγός primum colligens ἑναρχικός conciliationis princeps. նախկին ժողովող. հեղինակ հաւաքման եւ միաբանութեան. *Զամենայն առ ինքն դարձուցանէ բարերարութիւնն, եւ ժողովապետ է ցրուելոցն՝ որպէս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)